- εὐδοκιμίᾳ
- εὐδοκιμίᾱͅ , εὐδοκιμίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδοκιμία — εὐδοκιμία, ή (ΑΜ) [ευδόκιμος] 1. η ευδοκίμηση («μήτ εἴς τινας ὠφελείας ἐπιστημῶν βλέψαντες μήτε τινὰς εὐδοκιμίας», Πλάτ.) 2. ευτυχής έκβαση … Dictionary of Greek
εὐδοκιμίας — εὐδοκιμίᾱς , εὐδοκιμία fem acc pl εὐδοκιμίᾱς , εὐδοκιμία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδοκιμίαν — εὐδοκιμίᾱν , εὐδοκιμία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)